- άξεστος
- [аксэсгос] εκ. необтесанный, (μεταφ.) неотесанный.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ἄξεστος — unwrought masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άξεστος — η, ο (AM ἄξεστος, ον) 1. ακατέργαστος, απελέκητος («ἄξεστος λίθος», Σοφοκλής) 2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ξεστός < ξέω] … Dictionary of Greek
άξεστος — η, ο επίρρ. α ακατέργαστος, αγροίκος, αμόρφωτος: Το φέρσιμό του ήταν άξεστο σε κάθε περίσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄξεστον — ἄξεστος unwrought masc/fem acc sg ἄξεστος unwrought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξέστοιο — ἄξεστος unwrought masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξέστου — ἄξεστος unwrought masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξέστους — ἄξεστος unwrought masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξέστῳ — ἄξεστος unwrought masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄξεστα — ἄξεστος unwrought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπουρτζόβλαχος — ο άξεστος, αγροίκος χωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. μπουρτζόβλαχος είναι σύνθ. με α συνθετικό το λατ. burgus «πύργος» + Βλάχος και η αρχική της σημ. ήταν «ο Βλάχος τού πύργου», δηλ. ο Βλάχος που κατοικούσε στα ορεινά χωριά,… … Dictionary of Greek
άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για … Dictionary of Greek